σκνιφαίος

σκνιφαίος
-αία, -ον, Α
βλ. σκνιπαῑος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • σκνίφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σκότος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιφός / σκνιφαῖος «σκοτεινός» (βλ. λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”